Π.
Πανωφόριν: Το παλτό.
Πασκίζω: Προσπαθώ. “Επάσκιζεν να φτάσει στο παραθύριν-της!…”
Πελλός, πελλάρες: Τρελλός, τρέλλες (“Ο πελλός θέλει τον αντίπελλόν-του”, αντίστοιχο του αρχαίου “πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται”)
Περατικός: Ο ξένος, από ξένο μέρος, από πέρα!
Πετάσιν: Ο χαρταετός. (Από το πετώ).
Πλάσμα: Ατομο, ανθρωπος. “Να είσαι καλόν πλάσμα” = Να είσαι καλός άνθρωπος.
Ποδίνες: Υποδήματα ψηλά, μπότες.
Πο’λα σ’ έλα (;): Παντού. (“Εσταξεν-τα πο’λα σ’έλα” = Τα έσταξε παντού).
Πολλοπάητος, πολλοπάητη: Ο πολύπειρος (πολυπερπατημενος). Συνήθως με κακή έννοια, πονηρός, καταφερτζής.
Πολογιάζω: Αποχαιρετώ, διώχνω, αποπέμπω. “Ηταν άσωτος τζιαι επολογιάσαν-τον” = Ηταν άσωτος και γτον έδιωξαν.
Πολογιαστός (χορός): Ο τελευταίος χορευτικός ρυθμός σε πανηγύρια, εκδηλώσεις. Ο χορός του αποχαιρετισμού.
Πολοούμαι: Αποκρίνομαι, απαντώ. (“Τζιαι επολοήθην τζι είπεν-του…”
Πόμεινε: Περίμενε (από το υπομένω)(“Πόμεινε” = Μην βιάζεσε)
Ποσπάζουμαι: Τελειώνω (Από το αποσπώμαι), ανακουφίζουμε.
Ποσπασιά: Τελειωμός, ανακούφιση. (“Πο’ να φέρει στον καθέναν τζαι χαράν τζαι ποσπασιάν”, Δημήτρης Λιπέρτης).
Ποσταμένος: Κουρασμένος! “Νοιώθω πολλά ποσταμένος που την πολλήν δουλειάν”.
Ποταβρίζουμαι: Απλώνω τα χέρια για να φτάσω κάτι. (“Ελα πιον τζαι ποτάβρισε τα χεροπάλαμά-σου, μέσα να δώσουμεν σαν πριν, ν α κάμουμεν τζαι μεις Λαμπρήν, τζαι σου με τα παιδκιά-σου”, ( Η Κύπρος Στην Ελλάδα), Δημήτρης Λιπέρτης).
Πυρά: Ζέστη (Στην Κύπρο κάμνει πολλήν πυράν (ζέστη) το Καλοκαίρι)
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_12/12/2010_425276