Κυπριακή διάλεκτος – Κ – Ας τη γνωρίσουμε καλυτερα!..

Κ.
Καϊλώ: Αποδέχομαι, ενδίδω. “… τζ είπουν-της να τη φιλήσω, τζιαι εν εκαϊλησεν” = “… της είπα να τη φιλήσω και δεν δέχτηκε…” .”Εν καϊλά” = Δεν δέχεται, δεν ενδίδει. [Λογοπαίγνιο: “Η βουλευτής Θεσσαλονίκης Εύα Καϊλή “δεν εκαϊλησε” στο Γιώργο Παπανδρέου!…”]
Καλαμαράς: Ο Ελλαδίτης (κυρίως ο Αθηναίος). Από το καλαμάρι, γραφίδα, ο μορφωμένος! (Οι Ελληνες της Κύπρου αντιμετώπιζαν με δεός και θαυμασμό όσους προερχόντουσαν από την μητρόπολη του Ελληνισμού!…)
Καλαμαρίστικα: Η Αθηναϊκή, κυρίως διάλεκτος. “Μεν Καλαμαρίζεις” = Μην μιλάς σαν Ελλαδίτης, προσποιούμενος…
Καλό: Βέβαια (εμφατικά). (“Είμαι, καλό εν είμαι;” = Είμαι βεβαίως, πώς δεν είμαι!”)
Κανεί: Φτάνει. (“Κανεί-σε” = Σε φτάνει).
Καρτερώ: Περιμένω. (“Καρτερούμεν μέραν νύκταν …” Από το ποίημα του Λιπέρτη) (“καρτέρα-με = περίμενέ-με”)
Καταλιώ: Σπαταλώ. Από το καταλύω. (“Μα πάντα τζείνον τρώεται τζιαι τζεινον καταλιέται…”)
Κατύχη-μου: Κακή-μου τύχη, αλοίμονο! (Χ δασύ, Κυπριακή προφορά…)(“Κατύχη-σου αν σε πιάσω” = αλοίμονό-σου αν σε πιάσω)
Καύχα (καύκα): Ερωμένη. (Βυζαντινή). (“Και αφού είναι καλός άνθρωπος, πώς γίνεται να έχει δύο καύχες;” Λεόντιος Μαχαιράς για τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό).
Κιτρόμηλο, κιτρομηλιά: Νεράντζι, νεραντζιά.
Κλαμουρίζουμαι: Κλαίω, αναλύομαι σε αναφιλητά.
Κοφτά τζιαι Τρικωμίτικα: Απότομα, απαξιωτικά. [Ο θείος-μου Ανδρέας Χαραλάμπους (Μιλή) (ο “μουστακαλλής”) έδωσε εξήγηση, περίπου ταυτόσημη με της κας Σοφίας Κουμή, συνδιάζοντας και το “Αμε Μαύρε, σκύλλε, γύρευκε”. Δηλαδή, μια απότομη και κοφτή (ταυτόχρονα έμμεσα και σηυγκεκαλυμμένα υβριστική) απάντηση προς τον Τούρκο εκπρόσωπο της τοπικής, τότε, εξουσίας….]Κύρης (Τζύρης): Πατέρας. (Από το κύριος. “Εν να το πω του Κυρού-σου (Τζυρού-σου)” = Θα το πω στον πατέρα-σου)

Tags: No tags

Comments are closed.