Α.
Αγκονίζομαι: Αποκτώ, βρίσκω κάπως ευκαιριακά. (“Αγκονίστηκα που τον ανηψιόν-μου το βιβλίον της Ιστορίας” = Βρήκα από τον ξάδελφό-μου το βιβλίο της Ιστορίας).
Αδερφότεκνος: Ανηψιός. (Το παιδί του αδελφού-μου) (Στην Κύπρο, ανηψιό λένε τον εξάδελφο)
Αδκιασερός: Χασομέρης, με διαθέσιμο χρόνο.
“Ακατάγνωτα τζιαι αναγέλαστα”: Ανείποτα, με κακό χαρακτηρισμό γεγονότα ή συμπεριφορές. Που δεν αξίζουν να τα περιγελάσεις!
Αλόπως: Μήπως, ίσως.
Αθάσια, αθασιά: Αμύγδαλα, αμυγδαλιά (Αρχαιοελληνική)
Αναγιώνω: Ανατρέφω.
Αναγιωτός: Υιοθετημένος. (Η αναγιωτή κόρη του θείου-μου = Η υιοθετημένη κόρη του θείου-μου)
Ακατάγνωτα: Οχι καταφρονητικά (/από το κατά+γνώμη) (“Ακατάγνωτα τζαι αναγέλαστα” = Πρωτοφανή, άξια περιφρόνσης”)
Ανάδοξέν-μου: Κάνω δεύτερες σκέψεις (συνήθως αρνητικές), “μου είλθε να…”
Αντινάσσω: Τινάζω με βία. (“Αντινάσσω γιακάν” = Τινάζω το γιακά-μου με περιφρόνηση, απαξιωτικά). (“Πατάτες αντιναχτές”, Κυπριακή γαστρονομία).
Αντρόχιν (χ δασύ, με Κυπριακή προφορά): Εμπόδιο (για τον τροχό). (Αντίθετα προς την κίνηση του τροχού). (“Βάλε αντρόχιν για να μεν κυλά ο τροχός”).
Αππαρος: Αλογο (Από το ίππος)
Αππωμα: Επαρσις, υπερβολικός έπαινος, κολακία. “Που το άππωμαν εκάμαν-σε καβάτζιν οι γονιοί-σου…” = Από τις υπερβολικές κολακίες, κορδώνεσε… (Κυπριακό τραγούδι)
Αππώνω: Κολακεύω, εκθειάζω. (από το ίππος 😉
Αρμάζω, αρμασμένος, -η: Αρραβωνιάζω, αρραβωνιασμένος, -η. Από το αρμόζω, ταιριάζω. Εκκλησιαστικός ψαλμός ακολουθίας γάμου, “Αρμοσον αυτούς…”.
Αροθυμώ: Φοβάμαι (τη νύχτα). (“Αροθυμώ να περπατώ στα σκοτεινά”).
Αφτω: (& ανάφτω): Ανάβω.