Κυπριακή διάλεκτος – Ας τη γνωρίσουμε καλυτερα!…

Η Κυπριακή διάλεκτος έχει βαθειές ρίζες στην Ελληνική αρχαιότητα αλλά και στο Βυζάντιο. Η δυνατότητα επικοινωνίας στο διαδίκτυο μας επιτρέπει να συνεισφέρουμε ό,τι ο καθένας γνωρίζει. (Αν κάποιος πιο ειδικός ή αρμόδιος μπορέσει να χρησιμοποιήσει τη συνεισφορά-μας, μπορεί να το κάνει αναφέροντάς-μας στις πηγές-του!) Επίσης δεχόμαστε και διορθώσεις, υποδείξεις κλπ). Θα υπάρχουν διαρκείς – συχνές ενημερώσεις.

Α.
Αγκονίζομαι: Αποκτώ, βρίσκω κάπως ευκαιριακά. (“Αγκονίστηκα που τον ανηψιόν-μου το βιβλίον της Ιστορίας” = Βρήκα από τον ξάδελφό-μου το βιβλίο της Ιστορίας).
Αδερφότεκνος: Ανηψιός. (Το παιδί του αδελφού-μου) (Στην Κύπρο, ανηψιό λένε τον εξάδελφο)
Αδκιασερός: Χασομέρης, με διαθέσιμο χρόνο.
“Ακατάγνωτα τζιαι αναγέλαστα”: Ανείποτα, με κακό χαρακτηρισμό γεγονότα ή συμπεριφορές. Που δεν αξίζουν να τα περιγελάσεις!
Αλόπως: Μήπως, ίσως.
Αθάσια, αθασιά: Αμύγδαλα, αμυγδαλιά (Αρχαιοελληνική)
Ακατάγνωτα: Οχι καταφρονητικά (/από το κατά+γνώμη) (“Ακατάγνωτα τζαι αναγέλαστα” = Πρωτοφανή, άξια περιφρόνησης”)
Αναγιώνω: Ανατρέφω.
Αναγιωτός: Υιοθετημένος. (Η αναγιωτή κόρη του θείου-μου = Η υιοθετημένη κόρη του θείου-μου)
Ανάδοξέν-μου: Κάνω δεύτερες σκέψεις (συνήθως αρνητικές), “μου είλθε να…”
Αντινάσσω: Τινάζω με βία. (“Αντινάσσω γιακάν” = Τινάζω το γιακά-μου με περιφρόνηση, απαξιωτικά). (“Πατάτες αντιναχτές”, Κυπριακή γαστρονομία).
Αντρόχιν (χ δασύ, με Κυπριακή προφορά): Εμπόδιο (για τον τροχό). (Αντίθετα προς την κίνηση του τροχού). (“Βάλε αντρόχιν για να μεν κυλά ο τροχός”).
Αππαρος: Αλογο (Από το ίππος)
Αππωμα: Επαρσις, υπερβολικός έπαινος, κολακία. “Που το άππωμαν εκάμαν-σε καβάτζιν οι γονιοί-σου…” = Από τις υπερβολικές κολακίες, κορδώνεσε… (Κυπριακό τραγούδι)
Αππώνω: Κολακεύω, εκθειάζω. (από το ίππος 😉
Αρμάζω, αρμασμένος, -η: Αρραβωνιάζω, αρραβωνιασμένος, -η. Από το αρμόζω, ταιριάζω. Εκκλησιαστικός ψαλμός ακολουθίας γάμου, “Αρμοσον αυτούς…”.
Αροθυμώ: Φοβάμαι (τη νύχτα). (“Αροθυμώ να περπατώ στα σκοτεινά”).
Αφτω: (& ανάφτω): Ανάβω.

Β.
Βουττημαν ήλιου: Ηλιοβασίλεμα. (“Βούττημαν ήλιου τζι ύστερις…”, από το ποίημα του Δημήτρη Λιπέρτη)

Γ.
Γέρημος: Κακορίζικος, ταλαιπωρημένος. “Εν κρίμαν ο γέρημος” = Είναι αξιολύπητος ο καυμένος. (“Η γέρημη η βράκα”, γνωστό Κυπριακό τραγούδι)
Γερημώνω: Καταστρέφω.
Γιανίσκω: Θεραπεύω, θεραπεύομαι! Από το υγιαίνω! (“…να πιει γλυκόποτον κρασίν που πίνουν φουμισμένοι, που πίνουσιν οι άρρωστοι τζαι βρέθουνται γιαμμένοι…”, Από το ακριτικό ποίημα “Ο Διγενής τζιαι ο Χάροντας στα μαρμαρένια αλώνια”)
Γιώρκην: Παραγωγή-μας (Πχ “τα φρούτα που τρωμε είναι γιώρκην”)

Δ.
Δέκατα, δεκαδκιάζω: Μούντζα, μουντζώνω. Φάσκελλο, φασκελλώνω. (υβριστική χειρονομία). Δέκα δάκτυλα ανοιγμένα! “Εβάλαν-μου δέκατα” = “Με μούντζωσαν”!
Δκιακλύζω: Ξεπλένω.
Δκιακονώ: Ζητιανεύω. (Δκιακονήτης = Ζητιάνος) (Από το διακονώ) (Εκτός Κύπρου, “διακονιάρης”).

Ε.
Εγώνι : Εγώ. (Εμφατικό μόριο -νι, αρχαιοελληνικό, Ομηρικό. “Εννέπω-σε το κηρύγματι τουτονί”.
Εσούνι, εσού: Εσύ. (“Εσού είσαι;” = Εσύ είσαι). (Κατάληξη το εμφατικό νι).
Ενι: Είναι. “Ηνταν πο’ νι;” = Τι είναι; (Οι Κύπριοι μετανάστες στην Αγγλία, αποδίδουν το “Isn’t it?” με το “Ενιτ; = Εν ενι;”!…

Θ.
Θαρκούμαι: Νομίζω, φαντάζομαι, θεωρώ. (“Το ‘νιν αντάν να τρώει την γην, τρώει την γην θαρκέται, μα πάντα τζείνον τρώεται τζιαι τζείνον καταλυέται…” (Βασίλης Μιχαηλίδης) = “Το υνίν όταν οργώνει τη γη, νομίζει πως το κάνει, αλλά εκείνο τρώγεται και φθείρεται”)
Θκειαορκά-σουΘεία οργή – Κατάρα, να σε βρει η θεία οργή – Θκειαορκά-σου!Θωρώ: Βλέπω, κοιτάζω. “Θωρείς τίποτε παράξενον;” .(Παραφθαρμένο, χωρώ αντί θωρώ, έδωσε λαβή σε περιπαιχτικά ανέκδοτα, όπως για το τραγούδι της Βίσση “Χωρίς το μωρό-μου”! “Χωρώ-το, καλό, εν το χωρώ;”!… “Το βλέπω βέβαια, πώς δεν το βλέπω;”)

Ι.
Ιλαρος: Ησυχος, ήπιος, καλοκάγαθος (” Ο γιος της δασκαλούς και του Σάρτζη (λοχίας, sargeant) εν ίλαρος” = Ο γιος της δασκάλας και του λοχία είναι ήπιος, καλοκάγαθος!…))

Κ.
Καϊλώ: Αποδέχομαι, ενδίδω. “… τζ είπουν-της να τη φιλήσω, τζιαι εν εκαϊλησεν” = “… της είπα να τη φιλήσω και δεν δέχτηκε…” .”Εν καϊλά” = Δεν δέχεται, δεν ενδίδει.
Καλαμαράς: Ο Ελλαδίτης (κυρίως ο Αθηναίος). Από το καλαμάρι, γραφίδα, ο μορφωμένος! (Οι Ελληνες της Κύπρου αντιμετώπιζαν με δεός και θαυμασμό όσους προερχόντουσαν από την μητρόπολη του Ελληνισμού!…)
Καλαμαρίστικα: Η Αθηναϊκή, κυρίως διάλεκτος. “Μεν Καλαμαρίζεις” = Μην μιλάς σαν Ελλαδίτης, προσποιούμενος…
Καλό: Βέβαια (εμφατικά). (“Είμαι, καλό εν είμαι;” = Είμαι βεβαίως, πώς δεν είμαι!”)
Κανεί: Φτάνει. (“Κανεί-σε” = Σε φτάνει).
Καρτερώ: Περιμένω. (“Καρτερούμεν μέραν νύκταν …” Από το ποίημα του Λιπέρτη) (“καρτέρα-με = περίμενέ-με”)
Κάστια: Βάσανα, ταλαιπωρίες. “Εκάμαν-μου τα κάστια του Ιησού Χριστού
Καστιορώ: Βασανίζω, ταλαιπωρώ.
Καταλιώ: Σπαταλώ. Από το καταλύω. (“Μα πάντα τζείνον τρώεται τζιαι τζεινον καταλιέται…”)
Καταρασιά: Κατάρα – Που να χει την κατάραν-μου τζιαι την καταρασιάν-μου, τζιαι να τον δω κρεμμάμενον που κατ στην τερατσιάν-μου!Κατύχη-μου: Κακή-μου τύχη, αλοίμονο! (Χ δασύ, Κυπριακή προφορά…)(“Κατύχη-σου αν σε πιάσω” = αλοίμονό-σου αν σε πιάσω)
Καύχα (καύκα): Ερωμένη. (Βυζαντινή). (“Και αφού είναι καλός άνθρωπος, πώς γίνεται να έχει δύο καύχες;” Λεόντιος Μαχαιράς για τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό).
Κιτρόμηλο, κιτρομηλιά: Νεράντζι, νεραντζιά.
Κλαμουρίζουμαι: Κλαίω, αναλύομαι σε αναφιλητά.
Κοφτά τζιαι Τρικωμίτικα: Απότομα, απαξιωτικά. [Ο θείος-μου Ανδρέας Χαραλάμπους (Μιλή) (ο “μουστακαλλής”) έδωσε εξήγηση, περίπου ταυτόσημη με της κας Σοφίας Κουμή, συνδιάζοντας και το “Αμε Μαύρε, σκύλλε, γύρευκε”. Δηλαδή, μια απότομη και κοφτή (ταυτόχρονα έμμεσα και σηυγκεκαλυμμένα υβριστική) απάντηση προς τον Τούρκο εκπρόσωπο της τοπικής, τότε, εξουσίας….]Κύρης (Τζύρης): Πατέρας. (Από το κύριος. “Εν να το πω του Κυρού-σου (Τζυρού-σου)” = Θα το πω στον πατέρα-σου)

Λ.
Λαλώ: Μιλώ. (“Ηνταν που λαλείς” = Τι λες). (“Λάλε-μου” = Λέγε-μου)
Λάμνω: 1. Παρενοχλώ (λεκτικά κυρίως) (“Μεν λάμνεις” = (Μη με ενοχλείς, άσε-με ήσυχο”) – 2. Πηγαίνω (Πχ “Λάμνε ρώτα” = “πήγαινε να ρωτήσεις” (υβριστικό)
Λαμπρατζιά: Μεγάλη φωτιά του Μεγάλου Σαββάτου. (“Το γαίμαν που σιωνώνετε που μας τους Δεσποτάες, εν λάιν εις την λαμπρατζιάν που αφταίνει να σας κάψει” = “Το αίμα που χύνετε από μας τους Δεσπότες – Ιερωμένους, είναι λάδι στη φωτιά που ανάβει να σας κάψει” Από το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, ο Εθνομάρτυρας Κυπριανός στον Τούρκο δυνάστη της Κύπρου Μουσελίμ Αγά, πριν τον μαρτυρικό θάνατό-του, την 9η Ιουλίου 1821).
Λαμπρόν: Φωτιά

Μ.
Μαγείρισσα: Κατσαρόλλα. (“Εκαμεν μιαν μαείρισσαν πατάτες αντιναχτές”).
Μάγκιπας, μαγκιπείον: Φούρναρης, φουρνάρικο (Βυζαντινή)
Μάχη (αμάχη): Μήνις, θυμός, άχτι. “Τους ζωντανούς εν πό’ χουσιν μάχην τζιαι εν τους χωνεύκουν…” (Δ. Λιπέρτης, “Βούττημαν ήλιου…”)
Μεσοδότζιν: Ημιτελές. “Αφηκές-τα μεσοδότζιν” = Τα άφησες ημιτελή, μισοτελειωμένα) (Μεταφορικά, μειωμένων δυνατοτήτων άτομο (υβριστικό), “Είσαι τέλεια μεσοδότζιν” = Είσαι τελείως άχρηστος).
Μηναλλάγια: :Οι δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου, που σύμφωνα με την αγροτική παράδοση, προβλέπουν τον καιρό στους 12 μήνες του επόμενου χρόνου!
Μισταρκός: Εμμισθος, κολλίγος, στην υπηρεσία γεωκτήμονα. (Οι γεωκτήμονες είχαν μισταρκούς, τους οποίους πλήρωναν είτε εις είδος, είτε με κάποιο μικρό συνήθως ποσό, και ανάλογα μπορούσαν να είναι αυταρχικοί, προστατευτικοί, κλπ.)
Μιτά-μου: Μαζί-μου. (Μετά εμού). Η προσωπική αντωνυμία κλίνεται κανονικά, μιτά-μου, μιτά-σου, μιτά-μας κλπ). “Πάρτο μιτά-σου” = Πάρε-το μαζί-σου. (“Καλώς ήρτεν ο Χάροντας, να φάει να πιεί μιτά-μας…”, από το Ακριτικό έπος “Ο Διγενής τζιαι ο Χάροντας στα μαρμαρένια αλώνια”).

Ν.
Νεκαλιούμαι: Μοιρολογώ, κλαίω γοερά! (Από το ανακαλώ,κάποιον εκλιπόντα, κλπ) (“Μεν νεκαλιέσε”: Μην γκρινιάζεις).
Νούσιμος: Λόγικός, μετρημένος.

Ο.
Οκτωβρούδες: Τα χρυσάνθεμα. Από τον Οκτώβριο, το μήνα άνθησης.
Ορνιθες: Κότες.
Οφτόν: Ψητό. (Από το οπτόν, “οπτή γή”). Οφτές πατάτες, οφτόν κλέφτικον!

Π.
Πανωφόριν: Το παλτό.
Πασκίζω: Προσπαθώ. “Επάσκιζεν να φτάσει στο παραθύριν-της!…”
Πελλός, πελλάρες: Τρελλός, τρέλλες (“Ο πελλός θέλει τον αντίπελλόν-του”, αντίστοιχο του αρχαίου “πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται”)
Περατικός: Ο ξένος, από ξένο μέρος, από πέρα!
Πετάσιν: Ο χαρταετός. (Από το πετώ).
Πλάσμα: Ατομο, ανθρωπος. “Να είσαι καλόν πλάσμα” = Να είσαι καλός άνθρωπος.
Ποδίνες: Υποδήματα ψηλά, μπότες.
Πο’λα σ’ έλα (;): Παντού. (“Εσταξεν-τα πο’λα σ’έλα” = Τα έσταξε παντού).
Πολλοπάητος, πολλοπάητη: Ο πολύπειρος (πολυπερπατημενος). Συνήθως με κακή έννοια, πονηρός, καταφερτζής.
Πολογιάζω: Αποχαιρετώ, διώχνω, αποπέμπω. “Ηταν άσωτος τζιαι επολογιάσαν-τον” = Ηταν άσωτος και γτον έδιωξαν.
Πολογιαστός (χορός): Ο τελευταίος χορευτικός ρυθμός σε πανηγύρια, εκδηλώσεις. Ο χορός του αποχαιρετισμού.
Πολοούμαι: Αποκρίνομαι, απαντώ. (“Τζιαι επολοήθην τζι είπεν-του…”
Πόμεινε: Περίμενε (από το υπομένω)(“Πόμεινε” = Μην βιάζεσε)
Ποσπάζουμαι: Τελειώνω (Από το αποσπώμαι), ανακουφίζουμε.
Ποσπασιά: Τελειωμός, ανακούφιση. (“Πο’ να φέρει στον καθέναν τζαι χαράν τζαι ποσπασιάν”, Δημήτρης Λιπέρτης).
Ποσταμένος: Κουρασμένος! “Νοιώθω πολλά ποσταμένος που την πολλήν δουλειάν”.
Ποταβρίζουμαι: Απλώνω τα χέρια για να φτάσω κάτι. (“Ελα πιον τζαι ποτάβρισε τα χεροπάλαμά-σου, μέσα να δώσουμεν σαν πριν, ν α κάμουμεν τζαι μεις Λαμπρήν, τζαι σου με τα παιδκιά-σου”, ( Η Κύπρος Στην Ελλάδα), Δημήτρης Λιπέρτης).
Πυρά: Ζέστη (Στην Κύπρο κάμνει πολλήν πυράν (ζέστη) το Καλοκαίρι)

Ρ.
Ριώ: Κρυώνω. Από το ριγώ. (“Αμα ριάς, φόρα το πανωφόριν-σου”)

Σ.
Σαρίζω: Σκουπίζω (Από το σαρώνω, σάρωσις)
Σαρκά: Σκούπα
Σιεροκουτάλα : (Υβριστικό) Ανακατώστρα γυναίκα, μοχθηρή, κουτσομπόλα. (Από το σιδερο + κουτάλα, δυνατό ανακάτωμα).
Σίταρος, σιταροπούλλα: Αραβόσιτος, καλαμπόκι. (Τό “μεγάλο” σιτάρι).
Στάχωμα, σταχώνω: (Παραφθορά, “στάφωμα”) (Βυζαντινή) : Βιβλιοδεσία, κάλυμμα βιβλίου).
Στρέφω: Κάνω εμετό.
Στρούθος (στρούφος): Σπουργγίτι. (Από το στρουθίον, αρχαιοελληνικό)
Συνάω:
Μαζεύω. “Εσυνάξαμεν πολλά άχρηστα χαρτιά για την ανακύκλωσην” (“Μαζέψαμε πολλά άχρηστα χαρτιά κλπ…”). “Εσυνάχτηκεν πολλύς κόσμος”!
Συντυχάννω : Μιλώ, συνομιλώ. (“Για μεν το λέεις Χάροντα, για μεν το συντυχάννεις για πάμεν να παλαίψουμε στα μαρμαρένια αλώνια…” Από το Ακριτικό έπος “ο Διγενής τζιαι ο Χάροντας στα μαρμαρένια αλώνια”). (“Οποιος τρώει τζιαι συντυχάννει, για την γλώσσαν-του δακκάννει, για κανέναν βούκκον χάννει”).
Σύρνω: Πετώ, ρίχνω! (“Τζιαι έσυρα το μήλον, τζιαι έσυρα το μήλον …” (= Και έριξα το μήλο …) πάνω στη μηλιάν, τζι είπεν-μου εν νάρτει, τζείνη τζι άλλη μιά”! (“Σύρνω αυκά πάνω στον τοίχον” = Ρίχνω αυγά πάνω στον τόιχο, ματαιοπονώ).
Στρούθος: Σπουργίτι (Αρχαιοελληνικό, στρουθίον)

Τ.
Τερατσιά: Χαρουπιά – “που να τον δω κρεμμάμενον που κατ στην τερατσιάν-μου!”
Τιμάζω: Υβρίζω. (και ξιτιμάζω). (“Η μάνα-της με τίμαζεν τζ η κόρη εβλαστίμαν, μεν τον τιμάζεις α μανά τζι εν μονογιός τζι εν κρίμαν”.

Φ.
Φάουσα: Η πανώλης (πανούκλα), λοιμώδες νόσημα.
Φτυχώ: Αποδίδω, παράγω, διευκολύνομαι. (Από το ευτυχώ). (“Εμαθα καλά το κέντημαν τζιαι φτυχώ-το”, “Με το μεγάλον κλαδευτήρι φτυχώ τη δουλειάν-μου”).
Φύρνουμαι: Λιποθυμώ. (“Φύρνουμαι που τα γέλια”, γελώ υπερβολικά, LOL!…)

Χ.
Χαμαί: Κάτω, στο έδαφος. Αρχαιοελληνικό. “Χαμαί πέσαι Δαίδαλος αυλά…”
Χαμνώ: Αφήνω. (“Τζιαι χάμνα, χάμνα Διενή, για να μεταπιαστούμεν…” από το Ακριτικό έπος, “Ο Διγενής τζαι ο Χαροντας”). (Χάμνα-τα χαμαί = άφησέ-τα κάτω).
Χάραμαν του Φου (του Θεού): Πολύ πρωί, ξημερώματα. (Εξύπνησα από το χάραμαν του Φου). (2η εκδοχή: Από το Φως – φωτός – Φου).
Χαρτούτσιος: Χάρτινη σακούλα. Μεταφορικά, “Χαρτούτσιος” χαρακτηρίζεται (κυρίως στο Στρατό) ο δειλός, που τρομάζει από τον κρότο που κάνει όταν σπάει μια φουσκωμένη, χάρτινη σακούλα!
Χαρτωμένος, -η :Αρραβωνιαστικός, αρραβωνιαστικιά. Από το χαριτωμένος, -η.
Χαρτώσια: Αρραβωνιάσματα.
Χρυσόμηλο, χρυσομηλιά: Βερύκοκκο, Βερυκοκκιά. (Χρυσά μήλα, από το χρώμα-τους)
Χωστόν: Το παιγνίδι “κρυφτό”. (Από το χώνομαι, κρύβομαι).

ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ!
“Οπου καπνίζει, μαειρεύκουν;” Αντίστοιχη των”Οτι λάμπει δεν είναι χρυσός”,
“Ού παντός πλειν εις Κόρινθον”, “Τα φαινόμενα απατούν” κλπ κλπ κλπ

“Την πέτρα την πελετζητήν, όπου τη βάλεις στέκει”
Υπαινίσσεται τον καλλιεργημένο άνθρωπο που μπορεί να ανταπεξέρχεται στις δυσκολίες.

Tags: No tags

One Response