Η Κυπριακή διάλεκτος έχει βαθειές ρίζες στην Ελληνική αρχαιότητα αλλά και στο Βυζάντιο. Η δυνατότητα επικοινωνίας στο διαδίκτυο μας επιτρέπει να συνεισφέρουμε ό,τι ο καθένας γνωρίζει. (Αν κάποιος πιο ειδικός ή αρμόδιος μπορέσει να χρησιμοποιήσει τη συνεισφορά-μας, μπορεί να το κάνει αναφέροντάς-μας στις πηγές-του!) Επίσης δεχόμαστε και διορθώσεις, υποδείξεις κλπ). Θα υπάρχουν διαρκείς – συχνές ενημερώσεις.
Α.
Αδερφότεκνος: Ανηψιός. (Το παιδί του αδελφού-μου) (Στην Κύπρο, ανηψιό λένε τον εξάδελφο)
Αλόπως: Μήπως, ίσως.
Αθάσια, αθασιά: Αμύγδαλα, αμυγδαλιά (Αρχαιοελληνική)
Ακατάγνωτα: Οχι καταφρονητικά (/από το κατά+γνώμη) (“Ακατάγνωτα τζαι αναγέλαστα” = Πρωτοφανή, άξια περιφρόνσης”)
Αππαρος: Αλογο (Από το ίππος)
Αππωμα: Επαρσις, υπερβολικός έπαινος, κολακία. “Που το άππωμαν εκάμαν-σε καβάτζιν οι γονιοί-σου…” = Από τις υπερβολικές κολακίες, κορδώνεσε… (Κυπριακό τραγούδι)
Αππώνω: Κολακεύω, εκθειάζω. (από το ίππος 😉
Αρμάζω, αρμασμένος, -η: Αρραβωνιάζω, αρραβωνιασμένος, -η. Από το αρμόζω, ταιριάζω. Εκκλησιαστικός ψαλμός ακολουθίας γάμου, “Αρμοσον αυτούς…”.
Β.
Βουττημαν ήλιου: Ηλιοβασίλεμα. (“Βούττημαν ήλιου τζι ύστερις…”, από το ποίημα του Δημήτρη Λιπέρτη)
Γ.
Γιώρκην: Παραγωγή-μας (Πχ “τα φρούτα που τρωμε είναι γιώρκην”)
Ε.
Εγώνι : Εγώ. (Εμφατικό μόριο -νι, αρχαιοελληνικό, Ομηρικό. “Εννέπω-σε το κηρύγματι τουτονί”.
Εσούνι, εσού: Εσύ. (“Εσού είσαι;” = Εσύ είσαι). (Κατάληξη το εμφατικό νι).
Ενι: Είναι. “Ηνταν πο’ νι;” = Τι είναι; (Οι Κύπριοι μετανάστες στην Αγγλία, αποδίδουν το “Isn’t it?” με το “Ενιτ; = Εν ενι;”!…
Θ.
Θαρκούμαι: Νομίζω, φαντάζομαι, θεωρώ. (“Το ‘νιν αντάν να τρώει την γην, τρώει την γην θαρκέται, μα πάντα τζείνον τρώεται τζιαι τζείνον καταλυέται…” (Βασίλης Μιχαηλίδης) = “Το υνίν όταν οργώνει τη γη, νομίζει πως το κάνει, αλλά εκείνο τρώγεται και φθείρεται”)
Ι.
Ιλαρος: Ησυχος, ήπιος, καλοκάγαθος (” Ο γιος της δασκαλούς και του Σάρτζη (λοχίας, sargeant) εν ίλαρος” = Ο γιος της δασκάλας και του λοχία είναι ήπιος, καλοκάγαθος!…))
Κ.
Καλαμαράς: Ο Ελλαδίτης (κυρίως ο Αθηναίος). Από το καλαμάρι, γραφίδα, ο μορφωμένος! (Οι Ελληνες της Κύπρου αντιμετώπιζαν με δεός και θαυμασμό όσους προερχόντουσαν από την μητρόπολη του Ελληνισμού!…)
Καλαμαρίστικα: Η Αθηναϊκή, κυρίως διάλεκτος. “Μεν Καλαμαρίζεις” = Μην μιλάς σαν Ελλαδίτης, προσποιούμενος…
Καρτερώ: Περιμένω. (“Καρτερούμεν μέραν νύκταν …” Από το ποίημα του Λιπέρτη) (“καρτέρα-με = περίμενέ-με”)
Καταλιώ: Σπαταλώ. Από το καταλύω. (“Μα πάντα τζείνον τρώεται τζιαι τζεινον καταλιέται…”)
Καυκάλι: Η κόρα, το σκληρό εξωτερικό του ψωμιού.
Καύχα (καύκα): Ερωμένη. (Βυζαντινή). (“Και αφού είναι καλός άνθρωπος, πώς γίνεται να έχει δύο καύχες;” Λεόντιος Μαχαιράς για τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό).
Κοκκόνα: Το κουκούτσι. ” Ο νους-σου εν μες το κοκκονόσυκο”. (Ολιγόμυαλος)
Κοκόνα: Η όμορφη και αξιοσέβαστη γυναίκα, κυρία: Η φράση “κοκόνα-μου” μερικές φορές έχει και την ειρωνική συγκαταβατική έννοια… Πχ, “άσε-μας κοκόνα-μου…”
Κύρης (Τζύρης): Πατέρας. (Από το κύριος. “Εν να το πω του Κυρού-σου (Τζυρού-σου)” = Θα το πω στον πατέρα-σου)
Λ.
Λαλώ: Μιλώ. (“Ηνταν που λαλείς” = Τι λες). (“Λάλε-μου” = Λέγε-μου)
Λάμνω: 1. Παρενοχλώ (λεκτικά κυρίως) (“Μεν λάμνεις” = (Μη με ενοχλείς, άσε-με ήσυχο”) – 2. Πηγαίνω (Πχ “Λάμνε ρώτα” = “πήγαινε να ρωτήσεις” (υβριστικό)
Λαμπρόν: Φωτιά
Μ.
Μάγκιπας, μαγκιπείον: Φούρναρης, φουρνάρικο (Βυζαντινή)
Ο.
Οκτωβρούδες: Τα χρυσάνθεμα. Από τον Οκτώβριο, το μήνα άνθησης.
Ορνιθες: Κότες.
Π.
Πελλός, πελλάρες: Τρελλός, τρέλλες (“Ο πελλός θέλει τον αντίπελλόν-του”, αντίστοιχο του αρχαίου “πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται”)
Πλάσμα: Ατομο, ανθρωπος. “Να είσαι καλόν πλάσμα” = Να είσαι καλός άνθρωπος.
Ποδίνες: Υποδήματα ψηλά, μπότες.
Πόμεινε: Περίμενε (από το υπομένω)(“Πόμεινε” = Μην βιάζεσε)
Πυρά: Ζέστη (Στην Κύπρο κάμνει πολλήν πυράν (ζέστη) το Καλοκαίρι)
Σ.
Σαρίζω: Σκουπίζω (Από το σαρώνω, σάρωσις)
Σαρκά: Σκούπα
Σιεροκουτάλα : (Υβριστικό) Ανακατώστρα γυναίκα, μοχθηρή, κουτσομπόλα. (Από το σιδερο + κουτάλα, δυνατό ανακάτωμα).
Στάχωμα, σταχώνω: (Παραφθορά, “στάφωμα”) (Βυζαντινή) : Βιβλιοδεσία, κάλυμμα βιβλίου)
Στρούθος: Σπουργίτι (Αρχαιοελληνικό, στρουθίον)
Τ.
Τιμάζω: Υβρίζω. (και ξιτιμάζω). (“Η μάνα-της με τίμαζεν τζ η κόρη εβλαστίμαν, μεν τον τιμάζεις α μανά τζι εν μονογιός τζι εν κρίμαν”.
Χ.
Χαμαί: Κάτω, στο έδαφος. Αρχαιοελληνικό. “Χαμαί πέσαι Δαίδαλος αυλά…”
Χάραμαν του Φου (του Θεού): Πολύ πρωί, ξημερώματα. (Εξύπνησα από το χάραμαν του Φου). (2η εκδοχή: Από το Φως – φωτός – Φου).
Χαρτωμένος, -η :Αρραβωνιαστικός, αρραβωνιαστικιά. Από το χαριτωμένος, -η.
Χαρτώσια: Αρραβωνιάσματα.
Χρυσόμηλο, χρυσομηλιά: Βερύκοκκο, Βερυκοκκιά. (Χρυσά μήλα, από το χρώμα-τους)
Ψ.
Ψιχιά: Η ψίχα, το εσωτερικό του ψωμιού. “Αρέσκει-σου το καυκάλιν ή η ψιχιά;”